βαραθρωδης

βαραθρωδης
    βαραθρώδης
    βᾰραθρ-ώδης
    2
    изобилующий пропастями
    

(τόπος Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "βαραθρωδης" в других словарях:

  • βαραθρώδης — like a pit masc/fem acc pl (attic epic doric) βαραθρώδης like a pit masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) βαραθρώδης like a pit masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαραθρώδης — βαραθρώδης, ες (Α) 1. όμοιος με βάραθρο 2. (για δρόμο) επικίνδυνος, απόκρημνος 3. (για πρόσωπα) καταστρεπτικός …   Dictionary of Greek

  • βαραθρώδει — βαραθρώδης like a pit masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) βαραθρώδης like a pit masc/fem/neut dat sg βαραθρώδεϊ , βαραθρώδης like a pit dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαραθρώδη — βαραθρώδης like a pit neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βαραθρώδης like a pit masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) βαραθρώδης like a pit masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαραθρῶδες — βαραθρώδης like a pit masc/fem voc sg βαραθρώδης like a pit neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαραθρώδεις — βαραθρώδης like a pit masc/fem acc pl βαραθρώδης like a pit masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • αβυσσαλέος — α, ο [άβυσσος, η] 1. απύθμενος, χαώδης 2. κρημνώδης, βαραθρώδης 3. ανεξιχνίαστος, καταχθόνιος …   Dictionary of Greek

  • καταχάσκω — (AM καταχάσκω) νεοελλ. (για τόπους) αυτός που χαίνει, που χάσκει, που έχει μεγάλο βάθος, βαραθρώδης («καταχάσκουσα χαράδρα») μσν. αρχ. ανοίγω πολύ το στόμα σαν για να καταπιώ κάτι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»